- ἀέντος
- ἄημιva´tipres part act masc/neut gen sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετράς — (I) άδος, ἡ, ΜΑ βλ. τετράδα. (II) άντος, ο / τετρᾱς, ᾱντος, ΝΜΑ χάλκινο νόμισμα τών αρχαίων Ρωμαίων που είχε αξία ίση με ένα τέταρτο τού ασσαρίου νεοελλ. γεωμετρικό όργανο ευρύτατης άλλοτε χρήσης για μέτρηση υψών και αποστάσεων ή γωνιών… … Dictionary of Greek